καλλίτεχνος

καλλίτεχνος
-η, -ο (Α καλλίτεχνος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που έχει κατασκευαστεί με καλλιτεχνία
αρχ.
το αρσ. και θηλ. ως ουσ. , ἡ καλλίτεχνος
αυτός που κατασκευάζει καλλιτεχνήματα, ο καλλιτέχνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)-* + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. κακό-τεχνος, ομοιό-τεχνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καλλίτεχνος — making beautiful works of art masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιτέχνους — καλλίτεχνος making beautiful works of art masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλίτεχνοι — καλλίτεχνος making beautiful works of art masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλίτεχνον — καλλίτεχνος making beautiful works of art masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλ(ι)- — (Μ καλλ[ι] ) α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται το επίθ. καλός σε πολλές λ. κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής, ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συχνότερα το καλ(ο) *. Το καλλ(ι) εμφανίζει αναδιπλασιασμένο λ , η ερμηνεία τού οποίου είναι αβέβαιη.… …   Dictionary of Greek

  • ԳԵՂԵՑԿԱՐՈՒԵՍՏ — ( ) NBH 1 0538 Chronological Sequence: Unknown date ա. καλλίτεχνος, εὕτεχνος pulchram artem factitans, pulchra artis opera edens Որ ունի արուեստ գովելի, եւ գիտակ է արուեստին. քաջարուեստ. *Որպէս երկրագործ գեղեցկարուեստ. այլ դաւաճանեաց անդաստանին.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”